Σε ένα καλαίσθητο λεύκωμα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις "Μίλητος" το πέμπτο βιβλίο με κυκλαδικά θέματα του Γιώργου Ανωμερίτη με τον τίτλο "Μοναστήρια των Κυκλάδων με πατριαρχικά σταυροπηγιακά σιγίλλια".
Το βιβλίο μετά τα εισαγωγικά του μέρη για την Εκκλησία στις Κυκλάδες, την ιστορία του μοναχισμού στο Αιγαίο, τις σχέσεις του Δουκάτου του Αιγαίου και της Εκκλησίας και την έκδοση των πατριαρχικών σιγιλλίων, παρουσιάζει αλφαβητικά μέσα από ιστορικά στοιχεία και αισθητικά άψογες φωτογραφίες όλα τα κατοικημένα κυκλαδονήσια και τα μοναστήρια που υπήρξαν ή συνεχίζουν να λειτουργούν και στα 24 νησιά.
Όπως τονίζει και ο υπότιτλος, βάσει της παρουσίασης των μοναστηριών και των κυριότερων ναών των Κυκλάδων υπήρξε η έρευνα του συγγραφέα για τα πατριαρχικά σταυροπηγιακά σιγίλλια, τα οποία εκδόθηκαν για τα μοναστήρια των Κυκλάδων. Η συλλογή, η παρουσίαση των πρωτότυπων και μεταγραμμένων στη σημερινή γλώσσα κειμένων, καθώς και ο σχολιασμός τους, θα ακολουθήσουν σε ξεχωριστό τόμο, αφού ο αριθμός των σελίδων μιας τέτοιας εργασίας θα ήταν απαγορευτικός για ένα ιστορικό λεύκωμα. Παρόλα αυτά η καταγραφή των σιγιλλίων σε πίνακες κατά νησί, ο συγκεντρωτικός πίνακας 131 σιγιλλίων μόνο για τις Κυκλάδες εκπλήσσει τον αναγνώστη. Στις σελίδες του βιβλίου παρουσιάζεται ένα δείγμα αυτής της εργασίας.
Ο συγγραφέας, κυκλαδικής άλλωστε καταγωγής και από τους δύο γονείς, γνωστός για την αγωνιστική, κοινωνική και πολιτική του δραστηριότητα, εξιστορεί λιτά την ιστορία των μοναστηριών των Κυκλάδων, συνδέοντας τα μοναστήρια, το μοναχισμό και τον πολιτισμό μας προτρέπει με βάση το σύγγραμμά του, "ν’ ανιχνεύσουμε τα θεοφρούρητα μοναστήρια του Αιγαίου, απ’ όπου μπορεί κανείς ν’ ατενίσει τον κόσμο στο Φως μιας μυστικής ένωσης τ’ ουρανού και της θάλασσας". Ο ίδιος δεν παύει να τονίζει στον πρόλογο και τα εισαγωγικά του σημειώματα “την υπεράσπιση της πίστης και της πατρίδας” από τους μοναχούς, γι’ αυτό και θεωρεί τα μοναστήρια “φρούρια”, όπως άλλωστε φωτογραφικά τα παρουσιάζει στις σελίδες του λευκώματός του. Και για να υποστηρίξει τους συλλογισμούς του παραθέτει ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη που συγκλονίζει: “Διάλυσαν τα μοναστήρια, συμφώνησαν με τους Μπαβαρέλους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά εις το παζάρι. Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καημένοι οι καλόγεροι, όπου αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν μέσα στους δρόμους, όπου αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν κι οι Τζεμπιχανέδες μας κι όλα τα αναγκαία του πολέμου… Και θυσίασαν οι καημένοι οι καλόγεροι και εσκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μαυαρέζοι παντύχαιναν ότ’ είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες˙ και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι έτρωγαν ψωμί… ” Για να θυμίσει ο ίδιος ότι οι Βάρβαροι του Όθωνα έκλεισαν το 1834, 412 από τα 546 μοναστήρια της ελληνικής επικράτειας στην πρώτη “μνημονιακού χαρακτήρα ιδιωτικοποίηση” του νεογέννητου έθνους.
Ο Γιώργος Ανωμερίτης, όπως και με τα προηγούμενα “κυκλαδικά” του βιβλία (Βυζαντινό Πάρκο Τραγαίας – ένας θρησκευτικός νησιωτικός Μυστράς στην Κεντρική Νάξο, το Κάστρο της Νάξου και οι εκκλησίες του, Αγία Αικατερίνα Οίας Σαντορίνης και Νάξος και Μικρές Κυκλάδες Άνωθεν), έτσι και με αυτό φιλτράρει τα κείμενά του με τις αναγκαίες πληροφορίες, τις οποίες συνδυάζει με άψογες ψηφιακές φωτογραφίες, ώστε κείμενο και εικόνα να βρίσκονται σε μια ελκυστική ισορροπία.
Το βιβλίο - ιστορικό λευκωμα (ISBN: 978-960-464-246-5) κυκλοφόρησε φέτος (2011) απο τις εκδόσεις "Μίλητος" σε φωτογραφίες του Γιώργου Ανωμερίτη και του Γιάννη Γιαννέλου, αποτελείται απο 317 σελίδες και πωλείται στα 40€.
Το βιβλίο μετά τα εισαγωγικά του μέρη για την Εκκλησία στις Κυκλάδες, την ιστορία του μοναχισμού στο Αιγαίο, τις σχέσεις του Δουκάτου του Αιγαίου και της Εκκλησίας και την έκδοση των πατριαρχικών σιγιλλίων, παρουσιάζει αλφαβητικά μέσα από ιστορικά στοιχεία και αισθητικά άψογες φωτογραφίες όλα τα κατοικημένα κυκλαδονήσια και τα μοναστήρια που υπήρξαν ή συνεχίζουν να λειτουργούν και στα 24 νησιά.
Όπως τονίζει και ο υπότιτλος, βάσει της παρουσίασης των μοναστηριών και των κυριότερων ναών των Κυκλάδων υπήρξε η έρευνα του συγγραφέα για τα πατριαρχικά σταυροπηγιακά σιγίλλια, τα οποία εκδόθηκαν για τα μοναστήρια των Κυκλάδων. Η συλλογή, η παρουσίαση των πρωτότυπων και μεταγραμμένων στη σημερινή γλώσσα κειμένων, καθώς και ο σχολιασμός τους, θα ακολουθήσουν σε ξεχωριστό τόμο, αφού ο αριθμός των σελίδων μιας τέτοιας εργασίας θα ήταν απαγορευτικός για ένα ιστορικό λεύκωμα. Παρόλα αυτά η καταγραφή των σιγιλλίων σε πίνακες κατά νησί, ο συγκεντρωτικός πίνακας 131 σιγιλλίων μόνο για τις Κυκλάδες εκπλήσσει τον αναγνώστη. Στις σελίδες του βιβλίου παρουσιάζεται ένα δείγμα αυτής της εργασίας.
Ο συγγραφέας, κυκλαδικής άλλωστε καταγωγής και από τους δύο γονείς, γνωστός για την αγωνιστική, κοινωνική και πολιτική του δραστηριότητα, εξιστορεί λιτά την ιστορία των μοναστηριών των Κυκλάδων, συνδέοντας τα μοναστήρια, το μοναχισμό και τον πολιτισμό μας προτρέπει με βάση το σύγγραμμά του, "ν’ ανιχνεύσουμε τα θεοφρούρητα μοναστήρια του Αιγαίου, απ’ όπου μπορεί κανείς ν’ ατενίσει τον κόσμο στο Φως μιας μυστικής ένωσης τ’ ουρανού και της θάλασσας". Ο ίδιος δεν παύει να τονίζει στον πρόλογο και τα εισαγωγικά του σημειώματα “την υπεράσπιση της πίστης και της πατρίδας” από τους μοναχούς, γι’ αυτό και θεωρεί τα μοναστήρια “φρούρια”, όπως άλλωστε φωτογραφικά τα παρουσιάζει στις σελίδες του λευκώματός του. Και για να υποστηρίξει τους συλλογισμούς του παραθέτει ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη που συγκλονίζει: “Διάλυσαν τα μοναστήρια, συμφώνησαν με τους Μπαβαρέλους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά εις το παζάρι. Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καημένοι οι καλόγεροι, όπου αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν μέσα στους δρόμους, όπου αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν κι οι Τζεμπιχανέδες μας κι όλα τα αναγκαία του πολέμου… Και θυσίασαν οι καημένοι οι καλόγεροι και εσκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα. Και οι Μαυαρέζοι παντύχαιναν ότ’ είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες˙ και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι έτρωγαν ψωμί… ” Για να θυμίσει ο ίδιος ότι οι Βάρβαροι του Όθωνα έκλεισαν το 1834, 412 από τα 546 μοναστήρια της ελληνικής επικράτειας στην πρώτη “μνημονιακού χαρακτήρα ιδιωτικοποίηση” του νεογέννητου έθνους.
Ο Γιώργος Ανωμερίτης, όπως και με τα προηγούμενα “κυκλαδικά” του βιβλία (Βυζαντινό Πάρκο Τραγαίας – ένας θρησκευτικός νησιωτικός Μυστράς στην Κεντρική Νάξο, το Κάστρο της Νάξου και οι εκκλησίες του, Αγία Αικατερίνα Οίας Σαντορίνης και Νάξος και Μικρές Κυκλάδες Άνωθεν), έτσι και με αυτό φιλτράρει τα κείμενά του με τις αναγκαίες πληροφορίες, τις οποίες συνδυάζει με άψογες ψηφιακές φωτογραφίες, ώστε κείμενο και εικόνα να βρίσκονται σε μια ελκυστική ισορροπία.
Το βιβλίο - ιστορικό λευκωμα (ISBN: 978-960-464-246-5) κυκλοφόρησε φέτος (2011) απο τις εκδόσεις "Μίλητος" σε φωτογραφίες του Γιώργου Ανωμερίτη και του Γιάννη Γιαννέλου, αποτελείται απο 317 σελίδες και πωλείται στα 40€.