Ο
Υπεύθυνος του Τομέα Πολιτικής Ευθύνης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Κυκλάδων, κ. Ιωάννης Βρούτσης, με αφορμή τη δημοσιοποίηση του εργασιακού νομοσχεδίου, προέβη στην ακόλουθη δήλωση (14.12.2010):
«Το σχέδιο νόμου για την υπερίσχυση των Επιχειρησιακών Συμβάσεων έναντι των Κλαδικών, επιβεβαιώνει την κριτική μας για το Μνημόνιο και τη θέση μας για την προχειρότητα, τη σπουδή συμβιβασμού και την άνευρη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης. Οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις είναι γεγονός με πολλές Κοινωνικές και Οικονομικές παρενέργειες.
Ό,τι γνωρίζαμε, μέχρι σήμερα, για τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις, τις Κλαδικές Συμβάσεις και τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ανήκουν πια στο παρελθόν.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσυπέγραψε ρυθμίσεις που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικότητες και τις αναγκαιότητες της Ελληνικής αγοράς εργασίας.
Ενοχοποιεί τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, που διαχρονικά είναι αποτέλεσμα συλλογικών συμφωνιών των κοινωνικών εταίρων.
Νομοθετεί για τη μείωσή τους, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι η επίπτωση του εργασιακού κόστους στην ανταγωνιστικότητα είναι περιορισμένη.
Οι Ειδικές Επιχειρησιακές Συμβάσεις (που εισάγονται με το σχέδιο νόμου), υπερισχύουν όλων των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών. Χωρίς αιτιολόγηση, χωρίς κριτήρια, χωρίς περιορισμούς.
Δημιουργούν νησίδες χαμηλού εργασιακού κόστους, με επιχειρήσεις που αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων που δεν μπορούν να πετύχουν «φθηνές» Ειδικές Επιχειρησιακές Συμβάσεις.
Αυτό σημαίνει στρέβλωση και υπονόμευση του υγιούς ανταγωνισμού.
Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, ωθούνται μετά από αυτές τις εξελίξεις σε μια πρωτοφανή ισοπέδωση προς τον κατώτατο μισθό.
Οι εργαζόμενοι χάνουν εισόδημα, μειώνεται η ζήτηση στην αγορά, τροφοδοτείται η ύφεση και αυξάνονται οι Δείκτες της Φτώχειας.
Περιορίζονται τα κίνητρα για αποδοτική και παραγωγική εργασία.
Οι ρυθμίσεις αυτές αδυνατίζουν και μακροπρόθεσμα οδηγούν σε ουσιαστική κατάργηση τις κλαδικές συμβάσεις.
Η μάχη που προσπαθούσε να μας πείσει η κυβέρνηση ότι έδινε για να μην ανατραπούν οι εργασιακές σχέσεις, είχε τελειώσει πριν ακόμη ξεκινήσει, εδώ και 6 μήνες.
Η ρητορική της Υπουργού Εργασίας, για επαναδιαπραγμάτευση βασικών όρων του Μνημονίου, εξυπηρέτησε πρόσκαιρους επικοινωνιακούς σκοπούς.
Δεν βρήκε θετική ανταπόκριση από την τρόικα και αφήνει σοβαρά εκτεθειμένη, όχι μόνο την κυβέρνηση και την αρμόδια Υπουργό, αλλά και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό».
Νωρίτερα, και μεταφράζοντας σε αριθμούς τις ψηφισθείσες ,τελικώς, αλλαγές στα εργασιακά, ο κ. Βρούτσης είχε δηλώσει οτι,
«Η μεγάλη σημασία των αλλαγών στις Επιχειρησιακές Συμβάσεις «έκρυψε» κρίσιμες ανατροπές για τους αδικημένους της αγοράς εργασίας, που είναι οι απασχολούμενοι με μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, εκ περιτροπής απασχόληση και με το καθεστώς έμμεσου εργοδότη (ενοικίαση εργαζομένου).
Συγκεκριμένα το εργασιακό νομοσχέδιο της «φιλεργατικής» κας Κατσέλη:
Καταργεί την προσαύξηση του 7,5% γι’ αυτούς που εργάζονται λιγότερο από 4 ώρες την ημέρα.
Κόβει, δηλαδή, 31 λεπτά για κάθε ώρα εργασίας των πιο χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων.
Καταργεί την προσαύξηση της αμοιβής κατά 10% για την υπερωρία των μερικά απασχολούμενων.
Κόβει, δηλαδή, 41 λεπτά από την υπερωρία των εργαζομένων εκείνων, που ο μηνιαίος μισθός τους δεν ξεπερνά τα 400 €.
Αυξάνει από 6 σε 9 μήνες το διάστημα της
εκ περιτροπής απασχόλησης εντός του ίδιου ημερολογιακού χρόνου. Η εκ περιτροπής απασχόληση σημαίνει λιγότερες ημέρες και ώρες δουλειάς και μειωμένο μισθό.
Αυξάνει από 2 μήνες σε ένα έτος,
τη δοκιμαστική περίοδο για τους νεοπροσλαμβανόμενους εργαζόμενους. Επεκτείνεται δηλαδή ο χρόνος εντός του οποίου δεν υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης απόλυσης για τον εργοδότη.
Επεκτείνει τη διάρκεια απασχόλησης μισθωτού από
έμμεσο εργοδότη (ενοικίαση εργαζομένου) σε 36 μήνες, από 12 (και κατ’ εξαίρεση 18) μήνες.
Οι ρυθμίσεις αυτές, καταργούν διατάξεις που θεσμοθετήθηκαν από τη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ 8 μήνες πριν (Νόμος Λοβέρδου για την Εργασιακή Ασφάλεια).
Τι άλλαξε άραγε από τότε ;
Αν δεν πρόκειται για μια μεθοδευμένη δοκιμασία αντοχής των εργαζομένων, τότε η απαράδεκτη αυτή διαδικασία φανερώνει προχειρότητα και παντελή έλλειψη σοβαρού προγραμματισμού.
Οι διατάξεις αυτές, αποθαρρύνουν ακόμη περισσότερο τους εργαζόμενους από την επιλογή της μερικής απασχόλησης, καθιστώντας την τελικά
εργαλείο συμπίεσης του κόστους εργασίας και όχι θεσμό αντιμετώπισης πρόσκαιρων ή περιοδικών αναγκών της επιχείρησης.
Επιδεινώνουν τη θέση των νέων και των γυναικών, που κατά κύριο λόγο απασχολούνται σε αυτές τις μορφές εργασίας.
Ενισχύουν τον
κατακερματισμό της αγοράς εργασίας, με τη διεύρυνση των ανισοτήτων που προκαλούν.
Το πλέγμα των νέων ρυθμίσεων δεν είναι αποκρουστικό μόνο για τους εργαζόμενους, αφού συμπιέζει ακόμη περισσότερο τους ήδη χαμηλούς μισθούς και αφαιρεί σταδιακά τις δικλείδες προστασίας τους.
Είναι απωθητικό ακόμη και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, αφού δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ωφεληθούν εν τέλει.
Τι οφέλη, άραγε, να έχουν από απογοητευμένους και χαμηλής παραγωγικότητας εργαζομένους;».