Ο πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ Στέργιος Πιτσιόρλας - γνωστός
από τα χρόνια του ΣΥΝ για τον “μεταμοντέρνο αριστερισμό” του - επεσήμανε στους
New York Times ότι η συμφωνία του ΤΑΙΠΕΔ με την κοινοπραξία Fraport AG -
Slentel Ltd, προχωρεί κανονικά και θα ευοδωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Ανέφερε
μάλιστα - προς επίρρωση των επιχειρημάτων περί υγιούς επενδυτικότητας μέσω
ΤΑΙΠΕΔ - το παράδειγμα της επένδυσης της Fraport AG στη Βουλγαρία εκθειάζοντας
τον τρόπο με τον οποίο η εταιρία λειτουργεί.
Θεόσταλτη και υγιέστατη λοιπόν η πρακτική της Fraport
AG κατά τον κ. Πιτσιόρλα και τους Γερμανούς επενδυτές, που η φιλοσοφία τους
αποκρυσταλλώνεται στη φράση που δημοσίευσαν οι
New York Times: “η αντίσταση των Ελλήνων στη συμφωνία με τη Fraport
εκλαμβάνεται ως «ένα παράδειγμα της ελληνικής περηφάνιας που υπερισχύει της
οικονομικής λογικής»”.
Με δυο λόγια, οι αξιότιμοι επενδυτές του Γερμανικού
Δημοσίου αργά ή γρήγορα θα υπερκεράσουν την περηφάνια και την ξεροκεφαλιά των
Ελλήνων και θα πάρουν τα Περιφερειακά Αεροδρόμια της χώρας για να σώσουν τον
Τουρισμό και την αναπτυξιακή υπόληψη της Ελλάδας. Το μόνο που μένει, είναι να
“λογικευθούν” οι δύσμοιροι Έλληνες που δεν έχουν ακόμα αποδεχτεί τη λογική της
υποθήκευσης της δημόσιας γης και των αναπτυξιακών τους υποδομών, που δεν έχουν
ακόμα συμφιλιωθεί με την ιδέα της υποταγής και της αποικιακής κερδοσκοπικής
τακτικής. Φυσικά είναι αυτονόητο, ότι τα παρακάτω οικονομικά δεδομένα είναι
απολύτως ΛΟΓΙΚΑ για τον κ. Πιτσιόρλα:
• Ότι
για παράδειγμα: η κοινοπραξία Fraport AG - Slentel Ltd για τη συγκεκριμένη
ιδιωτικοποίηση, θα πληρώσει εφάπαξ στο ελληνικό δημόσιο 1,234 δις ευρώ, τη
στιγμή που η γερμανική εταιρεία διαχείρισης του αερολιμένα Αθηνών (Hochtief),
χρωστάει 1,4 δις. ΦΠΑ στο κράτος. Τα 1,234 δις ευρώ, ισοδυναμούν με τα τριετή
καθαρά έσοδα του κράτους από τα αεροδρόμια.
• Ότι
το εφάπαξ αυτό “τίμημα” στην πραγματικότητα περιορίζεται σε περίπου 0,7 δις
ευρώ, διότι με την ιδιωτικοποίηση, το δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει στην Ε.Ε.
- να χρεώσει δηλαδή σε βάρος εθνικών πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων
- τα 520 εκατ. ευρώ έργων ΕΣΠΑ που ήδη “τρέχουν” στα αεροδρόμια της Θεσ/νίκης
και των Χανίων.
• Ότι,
το ετήσιο μίσθωμα που θα καταβάλει η Fraport AG - Slentel Ltd είναι 0,023 δις.
Αυτό ισοδυναμεί - για παράδειγμα - με τον ετήσιο περίπου τζίρο του Κρατικού Αερολιμένα
Κέρκυρας, είναι δε λιγότερο από τα ετήσια έσοδα του κράτους από τις εμπορικές
και μόνο χρήσεις σε όλα τα αεροδρόμια.
• Ότι
ο ιδιώτης ενώ στη σαρανταετία θα
εισπράξει καθαρά κέρδη πάνω από 22 δις ευρώ, θα αποδώσει στο κράτος μόνο 3,85
δις, την ίδια στιγμή που το δημόσιο μόνο από το “σπατόσημο” θα έχει στη
σαρανταετία έσοδα 8 δις ευρώ.
• Ότι
εντέλει το Δημόσιο θα έχει έως και πενταπλάσια απώλεια εσόδων.
Όλα τα παραπάνω, χωρίς να υπολογίζουμε τα ζητήματα
κοινωνικής συνοχής των νησιωτικών περιφερειών, την αναπτυξιακή προοπτική των
νησιών, το ολιγοπωλιακό καθεστώς που θα δημιουργηθεί από την ιδιωτικοποίηση, το
ξεκλήρισμα των εργαζομένων, την εθνική ασφάλεια, χωρίς να υπολογίζουμε ότι η
διαχείριση της δημόσιας περιουσίας δεν είναι πλέον ΔΙΑΦΑΝΗΣ και ΕΛΕΓΚΤΕΑ
αντίθετα γίνεται de facto αποδεκτή η αντισυνταγματική μεθόδευση του ΤΑΙΠΕΔ και χωρίς να
υπολογίζουμε ότι οι Κρατικοί Αερολιμένες ανήκουν στο λαό και οφείλουν να
παραδοθούν στις επόμενες γενιές ως περιουσία του ελληνικού κράτους, όλα αυτά λοιπόν
είναι απόλυτα ΛΟΓΙΚΑ και θεμιτά τόσο για τον κ. Πιτσιόρλα όσο και για την κυβέρνηση του Μαξίμου μέχρι πρότινος. Τί ποιο
αυτονόητο από την υφαρπαγή βασικών περιουσιακών στοιχείων του κράτους έναντι
πινακίου φακής, τί ποιο αυτονόητο και “αριστερό” από την υποταγή της
παραγωγικής διαδικασίας στα κερδοσκοπικά συμφέροντα της κοινοπραξίας Fraport AG
- Slentel Ltd. Τί ποιο “ανατρεπτικό” από την υποταγή στους ωμούς εκβιασμούς των
δανειστών;
Γιατί όμως ο πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ επικαλέστηκε το
παράδειγμα της Βουλγαρίας και όχι άλλων χωρών που γνωρίζουν καλύτερα τη δράση
της Fraport AG; Είναι άγνοια,
αποπροσανατολισμός ή απλή ιδιοτέλεια;
Ας παρουσιάσουμε ως αντεπιχείρημα στον κ. Πιτσιόρλα,
μια ενδεικτική διεθνή υπόθεση της
Fraport AG που τραβάει επί δεκαπενταετία το δρόμο της δικαιοσύνης.
Πρόκειται για τη δικαστική διαφορά της Fraport AG με μια φιλιππινέζικη
εταιρεία, την Philippine International Air Terminals Co. Inc. (γνωστή ως
PIATCO).
• Το
1997 (επίσημα στις 12 Ιουλίου), η κυβέρνηση των Φιλιππινών παραχώρησε στην
PIATCO τα δικαιώματα εκχώρησης (concession rights) για την κατασκευή και τη
λειτουργία ενός διεθνούς τερματικού σταθμού επιβατών στο κεντρικό αεροδρόμιο
της Μανίλα (όνομα του σταθμού: Ninoy Aquino International Airport Passenger
Terminal III). Το 1998 έγινε επαναδιαπραγμάτευση και τελικά υπογράφηκε νέα
επαναδιατυπωμένη συμφωνία εκχώρησης με τροπολογίες (Amended and Restated
Concession Agreement - ARCA).
• Η
Fraport έρχεται στο προσκήνιο το 1999 (6 Ιουλίου) με 4 συμφωνίες, όπου αποκτά:
25% της PIATCO, 40% της PAGS Terminals, Inc. (PTI) και 40% της PAGS Terminal
Holding, Inc. Επιπρόσθετα, η PTI αποκτά 11% της PIATCO.
• Η
κατασκευή του Terminal III ξεκινά το 2000 (15 Ιουνίου) με προοπτική ολοκλήρωσης
εντός 30 μηνών. Χρειάζεται πρόσθετη χρηματοδότηση, που μόνο η Fraport είναι
πρόθυμη να προσφέρει, κι έτσι αποκτά ακόμη 5% της PIATCO, ενώ η PTI αποκτά
ακόμη 24% της PIATCO. Το 2001, αποκτώντας το 40% της PAGS, η Fraport ελέγχει
πια το 61.44% της PIATCO. Η φιλιπιννέζικη νομοθεσία, όμως, απαγορεύει την
κατοχή μιας τέτοιας ευαίσθητης εθνικά επιχείρησης (Terminal III), από ξένα
πρόσωπα ή εταιρείες, σε ποσοστό παραπάνω από 40%.
• Στα
τέλη του 2001 και κατά το 2002 γίνονται διαπραγματεύσεις μεταξύ της
PIATCO/Fraport και της κυβέρνησης των Φιλιππινών, με την τελευταία να πιέζει
για την αναίρεση της αποκλειστικότητας δικαιωμάτων της πρώτης επί του Terminal
III.
• Παρά
τις ευάριθμες συναντήσεις, δεν υπήρξε συμφωνία και στις 10 Δεκεμβρίου του 2002,
η κυβέρνηση των Φιλιππινών (το Υπουργείο Δικαιοσύνης) κηρύσσει τα συμβόλαια της
Fraport άκυρα, λόγω ποικίλων παραβάσεων της νομοθεσίας της χώρας (μεταξύ άλλων,
για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς και λόγω εξαγοράς κυβερνητικών αξιωματούχων).
• Το
Διαιτητικό Δικαστήριο (ICSID) παρατήρησε ότι αυτή η απόφαση (10 Δεκεμβρίου του
2002) ήταν εντυπωσιακά διαφορετική σε σχέση με σχετικές ανακοινώσεις (που
άφηναν περιθώρια διαπραγματεύσεων) επίσημων κρατικών φορέων των Φιλιππινών, του
ίδιου έτους (Μαίου και Σεπτεμβρίου).
• Το
Ανώτατο Δικαστήριο των Φιλιππινών, αποφάσισε ότι είχαν διαπραχθεί σοβαρές
παραβάσεις της νομοθεσίας των Φιλιππινών και κήρυξε την όλη συμφωνία άκυρη.
• Στις
17 Σεπτεμβρίου του 2003, η Fraport προσέφυγε στη διαιτησία του ICSID
(International Centre for the Settlement of Investment Disput - ∆ιεθνές κέντρο
για τον διακανονισµό των διαφορών εξ επενδύσεων), βασισμένη στη σχετική
διακρατική συμφωνία (BIT - 1997) μεταξύ Φιλιππινών και Γερμανίας (on the
Promotion and Reciprocal Protection of Investments, ενεργή από τις 2
Φεβρουαρίου 2000).
• Τον
Δεκέμβριο του 2004 και ενώ οι διαδικασίες διεθνούς διαιτησίας ήταν υπό εξέλιξη,
η κυβέρνηση των Φιλιππινών προχώρησε σε δικαστική κατάληψη και απαλλοτρίωση του
Terminal ΙΙΙ.
• Στα
διεθνή όργανα διαιτησίας, η κυβέρνηση των Φιλιππινών υποστήριξε ότι ο ενάγων
δεν μπορούσε να επικαλεστεί την BIT, επειδή είχε παραβιάσει τη νομοθεσία της
χώρας. Η Fraport υποστήριξε ότι η κυβέρνηση των Φιλιππινών γνώριζε τα δεδομένα
της συμφωνίας με την PIATCO και ποτέ δεν κατήγγειλε κάτι τέτοιο κατά τον χρόνο
της σύναψής της.
• Το
Διαιτητικό Δικαστήριο αποδέχτηκε τη δυνατότητα ισχύος των ισχυρισμών των
Φιλιππινών και, περαιτέρω, εξετάζοντας τον φιλιππινέζικο νόμο, βρήκε ότι, αν
και σε επίπεδο μετοχικού κεφαλαίου η επένδυση ήταν νόμιμη, σε επίπεδο ελέγχου
και διαχείρισης είχε ξεφύγει από τα όρια της νομιμότητας (ιδιαίτερα αναφορικά
με την παράκαμψη της νομοθεσίας για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος,
μέσω κρυφών συμφωνιών με κατόχους μετοχών). Το Δικαστήριο ήταν πεπεισμένο από
τα ίδια τα εσωτερικά έγγραφα της Fraport ότι καθ' όλη τη διάρκεια της επένδυσης
η εταιρεία γνώριζε πως παραβίαζε συγκεκριμένη νομοθεσία των Φιλιππινών και γι'
αυτό προσπαθούσε να κρατά κρυφό κάθε σχετικό διακανονισμό.
• Έτσι,
το Διαιτητικό Δικαστήριο, στις 16 Αυγούστου 2007, έκανε δεκτή την ένσταση των
Φιλιππινών και απέριψε την προσφυγή της Fraport, θεωρώντας ότι το ίδιο ήταν
αναρμόδιο να αποφασίσει για την υπόθεση (γιατί η διακρατική συμφωνία BIT ήταν
ανενεργή, λόγω της παραβίασης του φιλιππινέζικου νόμου από την Fraport).
• Στη
συνέχεια η Fraport, στις 6 Δεκεμβρίου του 2007, προσέβαλε την απόφαση,
καταθέτοντας αίτηση ακύρωσής της, η οποία εξετάστηκε από ειδική (ad hoc)
επιτροπή του ICSID, η οποία βρήκε το σκεπτικό του Διαιτητικού Δικαστηρίου σωστό
και απέρριψε το εν λόγω αίτημα της Fraport (κοινοποίηση απόφασης στους
αντίδικους: 23 Δεκεμβρίου 2010). Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν
επιδίκασε την εις βάρος της Fraport πληρωμή των εξόδων της κυβέρνησης των
Φιλιππινών (US$ 5,672,667), όπως η τελευταία είχε αιτηθεί.
• Σημειωτέον,
ότι η κυβέρνηση των Φιλιππινών δικαιώθηκε για την ίδια υπόθεση στις 22 Ιουλίου
2010 από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce).
• Τον
Απρίλιο του 2011 η Fraport επανήλθε, για να ξεκινήσει έναν καινούργιο κύκλο
προσπαθειών επικράτησης στο ICSID, που κατέληξε στην τρίτη, ουσιαστικά, ήττα
της, στις 10 Δεκεμβρίου του 2014, με την απόρριψη του αιτήματός της για
αποζημίωση ύψους 510 εκ. US$ και την εις βάρος της επιδίκαση δικαστικών εξόδων
ύψους 5 εκ. US$ υπέρ της κυβέρνησης των Φιλιππινών.
Να λοιπόν μια διαφορετική ιστορία της Fraport AG που
κάλλιστα θα μπορούσε να απασχολήσει τόσο την κυβέρνηση Τσίπρα και τον πρόεδρο
του ΤΑΙΠΕΔ, όσο και τους τελευταίους καθ' ύλην αρμόδιους τ. υπουργούς κ.κ. Γ.
Σταθάκη και Α. Φλαμπουράρη οι οποίοι ενδελεχώς είχαν ενημερωθεί από την “Κοινή
Πρωτοβουλία Ενάντια στην Ιδιωτικοποίηση των Αεροδρομίων”, από τον Περιφερειάρχη
Ιονίων Νήσων Θ. Γαλιατσάτο και από τα σωματεία των εργαζομένων.
Άρα λοιπόν το μόνο που κάποιος λογικός νους θα
κράταγε από τις δηλώσεις του πρόεδρου του ΤΑΙΠΕΔ κ. Στέργιου Πιτσιόρλα, είναι η
ζέση με την οποία υπερασπίζεται τις πραξικοπηματικές διαταγές των δανειστών σε
βάρος του ελληνικού Δημοσίου, για την ολοκλήρωση του ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΚΝΔΑΛΟΥ της
εκποίησης των Περιφερειακών Αερολιμένων της Ελλάδας. Είναι η υπεράσπιση της
πελατειακής λογικής, της συγκάλυψης και της παραποίησης της αλήθειας, προς
εξυπηρέτηση συμφερόντων.
Η απάντηση όμως έχει ήδη δοθεί. Η ελληνική κοινωνία
και σύσσωμη η αντιμνημονιακή αριστερά με τα κινήματα και τους φορείς στο πλευρό
της, θα αποτρέψει το εν λόγω πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο. Θα ανατρέψει
τους δολοπλόκους ακόμα και αυτούς που φορούν την προσωπίδα της “αριστεράς”.
Λάμπρος Ντούσικος Δρ Φιλοσοφίας της Επιστήμης VUB -
ULB