Σπεσιαλιτέ 4.000 ετών ή (ο τίτλος του "έχουμε και λέμε")
οι νοστιμιές των αρχαίων -ημών- Θηραίων!
Της Μαίρης Αδαµοπούλου για την εφημερίδα "τα Νέα"
Το πρώτο πιάτο περιλαµβάνει πίτα και µια εξέχουσα λιχουδιά, χοχλιούς. Για δεύτερο σερβίρεται σουβλάκι κατσικίσιο ή γίδα βραστή, ενώ για απεριτίφ προτείνεται χυµός από εξωτικό ρόδι ή σταφύλι.
Το µενού δεν είναι έµπνευση ενός ακόµη master chef από εκείνους που έχουν κατακλύσει την τηλεοπτική οθόνη, αλλά οι αγαπηµένες γεύσεις των κατοίκων που έζησαν τη 2η χιλιετία π.Χ. στην προϊστορική Θήρα. Φαγητά, υλικά και σκεύη (από σουβλάκια έως χύτρες) που «πάγωσαν» κάτω από την ηφαιστειακή λάβα καικατάφεραν να αντέξουν ώς τιςµέρες µας γιανα αποκαλυφθούν από τη σκαπάνη του Χρίστου Ντούµα σ’ έναν από τους σηµαντικότερους οικισµούς τού προϊστορικού Αιγαίου, του Ακρωτηρίου. Και τα οποία παρουσίασε σε διάλεξη που έδωσε χθες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο του συνεδρίου του IMIC, µε θέµα «Από την ανάγκη στην απόλαυση. Οι διατροφικές συνήθειες στο Ακρωτήρι της Εποχής του Χαλκού».
«Η πόλη του Ακρωτηρίου ήταν δηµιούργηµα µιας κοινωνίας οικονοµικά εύρωστης και µε επαφές που της προσέδιδαν χαρακτήρα κοσµοπολίτικο. Και η ποικιλία εδεσµάτων και ποτών που άµεσα ή έµµεσα αποκαλύπτουµε το επιβεβαιώνει.
Μόνο µια εύπορη κοινωνία µπορεί όχι να ανταποκριθεί αποτελεσµατικά στην κάλυψη των καθηµερινών αναγκών αλλά και να µετατρέψει την κάλυψη της βασικής ανάγκης σε απόλαυση, χωρίς να φτάσει στη χλιδή» επισήµανε ο ανασκαφέας του κλειστού από το 2005 αρχαιολογικού χώρου µετά την κατάρρευση του βιοκλιµατικού στεγάστρου,του οποίου η αποκατάσταση αναµένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος Μαΐου. Εφευρετικοί οι κάτοικοι της προϊστορικής Θήρας, αναγκάστηκαν να µπουν στην κουζίνα µε τα λιγοστά υλικά που τους έδινε το άνυδρο νησί. Τα αιγοπρόβατα κατείχαν την πρώτη θέση σε ποσοστό 80%, τα χοιρινά ακολουθούσαν µε 19% ενώ µόλις 1% της διατροφής κάλυπταν τα ζώα από κυνήγι και τα βοοειδή που δεν µπορούσαν να εκτραφούν στη φτωχή σε λιβάδια Θήρα.
Κυδώνια, χτένια, αχινοί, πεταλίδες, πορφύρα – καταναλωνόταν και ως τροφή εκτός από τη χρήση της για παραγωγή χρώµατος – και βεβαίως ψάρια φρέσκα και παστωµένα είχαν βασικό ρόλο στη διατροφή. Σύκα και αµύγδαλα ήταν επίσηςψηλά στις προτιµήσεις, ενώ δεν αποκλείεται να γνώριζαν και το µέλι, όπως δείχνει το κερί που είχε χρησιµοποιηθεί ως µονωτικό υλικό για τη στεγανοποίηση πιθαριών.
Κι αν το κριθάρι –σπανιότερα το στάρι –, το λαθούρι, τα µπιζέλια, η φάβα και οι φακές ήταν τα κατεξοχήν σιτηρά και όσπρια που έτρωγαν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου, εντυπωσιακό είναι πως δεν έτρωγαν ελιές. «Η απουσία ολόκληρων ελαιοπυρήνων από τις αποθήκες του Ακρωτηρίου δείχνει ότι ο καρπόςτης ελιάς δεν φυλασσόταν ως διατροφικό είδος. Αντίθετα, η πληθώρα θρυµµατισµένων ελαιοπυρήνων µαρτυρεί σύνθλιψη και πολτοποίηση του καρπού για εξαγωγή ελαιολάδου» τόνισε ο κ. Ντούµας.
Στις εξωτικές γεύσεις δε, συµπεριλαµβάνονται το ρόδι που ήρθε από την περιοχή της Κασπίας και το κρασί, το οποίοεισήχθη από τη Γεωργία στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στη Θήρα η παραγωγή του είχε µια πρωτοτυπία: τοποθετούσαν ένα κοφίνι ασβέστηµέσα στον ληνό, ως ένα είδος φίλτρου καθαρισµού του µούστου.
οι νοστιμιές των αρχαίων -ημών- Θηραίων!
Της Μαίρης Αδαµοπούλου για την εφημερίδα "τα Νέα"
Το πρώτο πιάτο περιλαµβάνει πίτα και µια εξέχουσα λιχουδιά, χοχλιούς. Για δεύτερο σερβίρεται σουβλάκι κατσικίσιο ή γίδα βραστή, ενώ για απεριτίφ προτείνεται χυµός από εξωτικό ρόδι ή σταφύλι.
Το µενού δεν είναι έµπνευση ενός ακόµη master chef από εκείνους που έχουν κατακλύσει την τηλεοπτική οθόνη, αλλά οι αγαπηµένες γεύσεις των κατοίκων που έζησαν τη 2η χιλιετία π.Χ. στην προϊστορική Θήρα. Φαγητά, υλικά και σκεύη (από σουβλάκια έως χύτρες) που «πάγωσαν» κάτω από την ηφαιστειακή λάβα καικατάφεραν να αντέξουν ώς τιςµέρες µας γιανα αποκαλυφθούν από τη σκαπάνη του Χρίστου Ντούµα σ’ έναν από τους σηµαντικότερους οικισµούς τού προϊστορικού Αιγαίου, του Ακρωτηρίου. Και τα οποία παρουσίασε σε διάλεξη που έδωσε χθες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο του συνεδρίου του IMIC, µε θέµα «Από την ανάγκη στην απόλαυση. Οι διατροφικές συνήθειες στο Ακρωτήρι της Εποχής του Χαλκού».
«Η πόλη του Ακρωτηρίου ήταν δηµιούργηµα µιας κοινωνίας οικονοµικά εύρωστης και µε επαφές που της προσέδιδαν χαρακτήρα κοσµοπολίτικο. Και η ποικιλία εδεσµάτων και ποτών που άµεσα ή έµµεσα αποκαλύπτουµε το επιβεβαιώνει.
Μόνο µια εύπορη κοινωνία µπορεί όχι να ανταποκριθεί αποτελεσµατικά στην κάλυψη των καθηµερινών αναγκών αλλά και να µετατρέψει την κάλυψη της βασικής ανάγκης σε απόλαυση, χωρίς να φτάσει στη χλιδή» επισήµανε ο ανασκαφέας του κλειστού από το 2005 αρχαιολογικού χώρου µετά την κατάρρευση του βιοκλιµατικού στεγάστρου,του οποίου η αποκατάσταση αναµένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος Μαΐου. Εφευρετικοί οι κάτοικοι της προϊστορικής Θήρας, αναγκάστηκαν να µπουν στην κουζίνα µε τα λιγοστά υλικά που τους έδινε το άνυδρο νησί. Τα αιγοπρόβατα κατείχαν την πρώτη θέση σε ποσοστό 80%, τα χοιρινά ακολουθούσαν µε 19% ενώ µόλις 1% της διατροφής κάλυπταν τα ζώα από κυνήγι και τα βοοειδή που δεν µπορούσαν να εκτραφούν στη φτωχή σε λιβάδια Θήρα.
Κυδώνια, χτένια, αχινοί, πεταλίδες, πορφύρα – καταναλωνόταν και ως τροφή εκτός από τη χρήση της για παραγωγή χρώµατος – και βεβαίως ψάρια φρέσκα και παστωµένα είχαν βασικό ρόλο στη διατροφή. Σύκα και αµύγδαλα ήταν επίσηςψηλά στις προτιµήσεις, ενώ δεν αποκλείεται να γνώριζαν και το µέλι, όπως δείχνει το κερί που είχε χρησιµοποιηθεί ως µονωτικό υλικό για τη στεγανοποίηση πιθαριών.
Κι αν το κριθάρι –σπανιότερα το στάρι –, το λαθούρι, τα µπιζέλια, η φάβα και οι φακές ήταν τα κατεξοχήν σιτηρά και όσπρια που έτρωγαν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου, εντυπωσιακό είναι πως δεν έτρωγαν ελιές. «Η απουσία ολόκληρων ελαιοπυρήνων από τις αποθήκες του Ακρωτηρίου δείχνει ότι ο καρπόςτης ελιάς δεν φυλασσόταν ως διατροφικό είδος. Αντίθετα, η πληθώρα θρυµµατισµένων ελαιοπυρήνων µαρτυρεί σύνθλιψη και πολτοποίηση του καρπού για εξαγωγή ελαιολάδου» τόνισε ο κ. Ντούµας.
Στις εξωτικές γεύσεις δε, συµπεριλαµβάνονται το ρόδι που ήρθε από την περιοχή της Κασπίας και το κρασί, το οποίοεισήχθη από τη Γεωργία στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στη Θήρα η παραγωγή του είχε µια πρωτοτυπία: τοποθετούσαν ένα κοφίνι ασβέστηµέσα στον ληνό, ως ένα είδος φίλτρου καθαρισµού του µούστου.