«Ένας ακόμη άνθρωπος δεν γύρισε σπίτι του» μου είπε σήμερα ένας αστυνομικός με σχετική «παραίτηση» και χωρίς καμιά δόση υπερβολής ή έκπληξης, απαντώντας στην κουβέντα μου ότι αυτά είναι «πολύ άσχημα πράγματα».
Και πράγματι είναι, πολύ άσχημα πράγματα. Γιατί το μέχρι στιγμής παιχνίδι, να κατεβαίνουμε στους δρόμους, να φωνάζουμε, να επαναστατούμε, να διαμαρτυρόμαστε, να διεκδικούμε, να ζητάμε την αποκαθήλωση «πραγμάτων» που μας έχουν ταλαιπωρήσει, να «παίζουμε» ,εν μέρει, τους «κλέφτες κι αστυνόμους» το ζούσαμε και το παίζαμε καλά, κι ενδεχομένως να τόνωνε τα αντανακλαστικά μας και τα πολιτικά και κοινωνικά μας φρονήματα. Το χθεσινό όμως ήταν κάτι άλλο. Κάτι πέρα και πάνω από κάθε «αντίδραση». Ήταν κάτι χυδαίο. Κάτι πολύ άρρωστο. Που δεν έχει καμία σχέση -μα καμία και θα είναι κρίμα να υπάρξει σύγχυση- με αυτό που φωνάζει η κοινωνία για δικαιοσύνη, τιμωρία όσων καταχρώνται δημόσια χρήματα και αποκαθήλωση όσων πολιτικών έχουν θεσμοθετήσει τον εαυτό τους κι έχουν ανέβει σε ένα βάθρο ψηλά εκεί πάνω χάνοντας την οποιαδήποτε επαφή τους με τον κόσμο. Το χθεσινό ήταν ωμή βία και νομίζω ότι κάνει και τους πιο σαματατζήδες ανθρώπους (που είναι σαν τα σκυλιά που δεν δαγκώνουν) να κοιτάνε σήμερα χαμηλά.