Ένα ενδιαφέρον κείμενο, αξιόλογο για τουριστικό προβληματισμό (όχι άλλο κάρβουνο!) δημοσίευσε η εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά.
Άλλωστε είναι γραμμένο από οικονομικούς συντάκτες και αναφέρεται σε στοιχεία χωρίς να υποκύπτει σε -τουριστικούς-συναισθηματισμούς….
Σύμφωνα με αυτό,
Πιο απαιτητικοί φέτος οι έλληνες ταξιδιώτες
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ παραθεριστές αναμένεται να αποτελέσουν τον «άγνωστο Χ» της φετινής τουριστικής χρονιάς. Η μέχρι στιγμής αποχή από κρατήσεις για το καλοκαίρι έχει θορυβήσει τους ξενοδόχους οι οποίοι ετοιμάζονται για προσφορές από τον Ιούνιο. Πολλοί μάλιστα δηλώνουν, ήδη, διατεθειμένοι να ρίξουν τις τιμές τους, ακόμα και για τον Αύγουστο, πολύ κοντά ή και στα ίδια επίπεδα με του Ιουνίου.
Ένα κείμενο, μπορεί και σχόλιο, με τίτλο “πάμε πίσω” ( είναι να μην ρέπεις στην λογοτεχνία…)
Τις τελευταίες ημέρες έχω την τάση να ακούω παλιά ελληνικά τραγούδια. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις μπαίνω στο YouTube και το αφήνω να με … οδηγεί όπου επιλέγει εκείνο! Πληκτρολογώ δηλαδή το όνομα ενός καλλιτέχνη, ακούω ένα τραγούδι του και μετά επιλέγω τις … επιλογές ,στην δεξιά στήλη, της σελίδας με τα συναφή -με τα “στο περίπου τραγούδια” -. Έτσι περνάω αρκετές ευχάριστες και συγκινητικές σε πολλές περιπτώσεις ώρες και πάει λέγοντας. Το γεγονός όμως, δεν νομίζω να αφορά και πολλούς.
Τις τελευταίες μέρες όμως μου συμβαίνει και κάτι άλλο που πιθανότατα να αφορά περισσότερους.
Πολλοί γνωστοί “επιχειρηματίες” (το βάζω σε εισαγωγικά, διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θεωρούν τον εαυτό τους “επιχειρηματία” αλλά απλό εργαζόμενο στον τουρισμό) μου λένε ότι έχουν “επιστρέψει” σε τιμές στις οποίες έδιναν τα δωμάτιά τους αρκετά χρόνια πριν. Ο ένας μου λέει έχουμε πάει 5 χρόνια πίσω, ο άλλος 6, ο τρίτος 7 και πάει λέγοντας ανάλογα με την περίπτωση και με το τι προσφέρει ο καθένας και σε τι τιμή μπορεί να το κοστολογήσει για να πουλήσει το προϊόν του. Άλλωστε ακόμη και ο πιο ονειροπόλος “επιχειρηματίας” του τουρισμού συνειδητοποιεί ότι οι συναισθηματισμοί καθώς και οι βερμπαλισμοί “τι -κελεπούρι-σας δίνω εγώ!” δεν ωφελούν ούτε τους…. αρμόδιους υπουργούς(!) κι ότι ο τουρισμός είναι προϊόν που κοστολογείται από πολλούς παράγοντες ενδο και εξωγενείς. Έτσι λοιπόν ο καθένας, ανάλογα με την θέση στην οποία βρίσκεται, κοστολογεί το προϊόν του. Κάνοντας σε πολλές περιπτώσεις και πίσω.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο θέμα στο χρηματιστήριο του τουρισμού. Οι “ανοδικές τάσεις” που επικράτησαν σε πολλές επιχειρήσεις ήταν αποτέλεσμα των βελτιωμένων υπηρεσιών που προσέφεραν και προσφέρουν χρόνο με τον χρόνο οι επιχειρήσεις.
Σε απλά ελληνικά, δίνουν κάτι παραπάνω, το κοστολογούν αναλόγως. Λογικό; Λογικό.. Υπάρχει όμως κι ένα παράλογο. Δημοσίου χαρακτήρα (τι πρωτότυπο…) να βλέπεις τουριστικές περιοχές να αιτούνται “περισσότερου κόσμου” χωρίς να έχουν βελτιώσει τις υποδομές τους. Και μιας και η σύγκριση με τις τιμές του παρελθόντος αποτελεί συνήθεια της εποχής, θα άξιζε νομίζω, να αναρωτηθούμε σε τι έχει βελτιωθεί το δικό μας το νησί, τα τελευταία πχ 10 χρόνια. Τι καλύτερο, τι ποιοτικότερο έχει να προσφέρει στον κόσμο του, κι ύστερα, πιο ψύχραιμα, να κατανοήσουμε και αιτιολογήσουμε τις σημερινές μας δυσκολίες.