Σύμφωνα με κείμενο της Κικής Τριανταφύλλη που δημοσιεύθηκε
στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας "τα Νέα",
"Στη Σαντορίνη δεν έχουμε την πληθώρα των υλικών που
υπάρχουν εδώ στη Χαλκιδική ή σε άλλα μέρη της Ελλάδας, έτσι αναγκαστήκαμε να
περιοριστούμε σε λίγα πράγματα", μας είπε ο Γιώργος Χατζηγιαννάκης
παρουσιάζοντας το μενού που εντωμεταξύ υλοποιούσε στην κουζίνα του «Sea You Up» ο νέος του συνεργάτης ο
νεαρός σεφ Νίκος Μπούκης. Είναι το μενού για το φετεινό καλοκαίρι του κορυφαίουεστιατορίου "Σελήνη" της Σαντορίνης που είχαμε την τύχη να γευτούμε
πρώτοι εμείς στο φεστιβάλ γαστρονομίας στο θέρετρο Sani στο πρώτο πόδι της
Χαλκιδικής.
Πράγματι στο νησί, που είναι άνυδρο και με έδαφος
πετρώδες, λίγα πράγματα παράγονται, ακριβώς γιαυτό όμως έχουν μια ένταση στη
γεύση που σπάνια βρίσκεις αλλού. Κι αν αυτό το προσθέσεις στο γεγονός ότι η
Σαντορίνη είναι από μόνη της ένα πολύ επιτυχημένο brand name καταλαβαίνεις
αμέσως γιατί η φάβα και τα ντοματάκια Σαντορίνης γίνονται ανάρπαστα. Οπως και
το κρασί της που χρειάστηκε βέβαια στην αρχή ένας Μακεδόνας γνώστης των
κρασιών, ο Μπουτάρης, να το αναδείξει.
Ο Χατζηγιαννάκης λοιπόν με τις άοκνες προσπάθειές του τόσα
χρόνια έκανε διάσημη τη Σαντορινιά κουζίνα χρησιμοποιώντας ως βάση τα ταπεινά
υλικά της άνυδρης γης της και φυσικά τις τοπικές συνταγές ανανεώνοντάς τες όσο
ήταν δυνατόν. Πρέπει επίσης να του αναγνωρίσουμε ότι δεν είναι απλά ο πατέρας της
νέας Σαντορινιάς κουζίνας αλλά ο πατέρας ολόκληρης της νέας ελληνικής κουζίνας.
Γιατί από τη δική του φωτιά στη
Σαντορίνη ξεκίνησε το κίνημα της ανανέωσής της. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι
βέβαια περίπου την ίδια εποχή, στον Πειραιά ο Λευτέρης Λαζάρου θα άνοιγε το «Βαρούλκο»,
το πρώτο ελληνικό εστιατόριο που θα μας
μάθαινε ότι τα ψάρια και τα θαλασσινά μπορούν να έρθουν στο πιάτο μας και
αλλιώς, όχι μόνο βραστά, τηγανητά ή σχαριστά.
Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησε ο μύθος της νέας ελληνικής κουζίνας για να
φτάσουμε σήμερα να συζητάμε τις διάφορες εκδοχές της.
Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.