Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2015

απόψεις για τον ελληνικό τουρισμό

Με δυό τοποθετήσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από τολμηρές και  αιρετικές έως κατασταλαγμένες και ώριμες, ο αντιπρόεδρος του ξενοδοχειακού ομίλου Aldemar Resorts και μέλος στο ΔΣ του ΞΕΕ, Αλέξανδρος Αγγελόπουλος επιχείρησε έναν απολογισμό της φετινής τουριστικής περιόδου αλλά και γενικότερα του τουρισμού στην Ελλάδα, καταγράφοντας τα προβλήματά του αλλά και κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τον αφελληνισμό των ελληνικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.

Τα άρθρα έχουν τίτλους :  «Δεν υπάρχει ελληνικός τουρισμός»! (23.10.2015) και «Πόσο ελληνικός είναι ο «ελληνικός τουρισμός»; » (21.9.2015)

 «Δεν υπάρχει ελληνικός τουρισμός»!

Η θερινή τουριστική σεζόν του 2015 έφτασε στο τέλος της. Κατά πολλούς, ήταν μια χρονιά που δοκιμάσθηκαν οι αντοχές του ελληνικού τουρισμού και κατά τους ίδιους, περάσαμε τις εξετάσεις με επιτυχία. Αν θέλουμε να είμαστε, όμως, ειλικρινείς, η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός άντεξε, ο τουρισμός δέχτηκε κλυδωνισμούς, των οποίων τα συμπτώματα και τις παρενέργειες θα βιώνουμε για κάποιο διάστημα. Νοσεί βαθιά, αλλά δεν αρρώστησε τώρα. Ήταν άρρωστος γιατί πρωτίστως αρρώστησε η φιλοξενία, η αρχή και πεμπτουσία του τουρισμού, αλλά και γιατί ασθενεί σιωπηλά, χωρίς τη φροντίδα και τη θεραπεία που του αρμόζει.

Ας αφήσω όμως την παρομοίωση και να περάσουμε στην ουσία. Δεν υπάρχει ελληνικός τουρισμός! Υπάρχουν επιχειρηματίες και επιχειρήσεις τουρισμού. Υπάρχουν επαγγελματίες του τουρισμού. Υπάρχουν και τουρίστες. Η ελληνική γλώσσα μάς μαθαίνει, ασχέτως αν αγνοούμε συστηματικά τους κανόνες και τα διδάγματά της, ότι μόνο ό,τι περιγράφεται με ακρίβεια, αντιμετωπίζεται και στην ουσία του.

Η ακριβής ανάγνωση είναι ότι σε καμία σχεδόν περιοχή της Ελλάδας δεν έχουμε τουρισμό ως δραστηριότητα που ενώνει, συνθέτει, αναδεικνύει και εξελίσσει. Έχουμε ανθρώπους που με δικές τους δυνάμεις, σε ένα αδύναμο πλαίσιο που αγνοεί ή υποτιμά την προστιθέμενη αξία της τουριστικής δραστηριότητας, αγωνίζονται, δημιουργούν και συχνά μας κάνουν περήφανους. Είναι αρκετό;

Ο ελληνικός τουρισμός θα περάσει από συμπληγάδες τον χειμώνα που ακολουθεί. Ο κύριος λόγος δεν είναι ούτε ο αυξημένος ΦΠΑ, ούτε ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας, ούτε οι ελλιπείς υποδομές, ούτε η ελλιπέστατη εκπαίδευση, ούτε η απουσία στρατηγικού πλάνου στα πρότυπα της Τουρκίας, ούτε το ανύπαρκτο crisis management, ούτε... ούτε... ούτε... Ο κύριος λόγος είναι η λανθασμένη ανάγνωση της συνολικής συμμετοχής του ελληνικού τουρισμού στο ΑΕΠ και στην απασχόληση.

Θα μπορούσα να μιλήσω για άλλα δέκα ζητήματα, αλλά ας μη γελιόμαστε, αν δεν αναλύσει κάποιος αυτά τα δύο, δεν ξέρει ούτε τι ισχύει, αλλά κυρίως ούτε τι θα μπορούσε να ισχύσει. Και δεν αναφέρομαι στον τουρισμό μόνο, αλλά σε όλες εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες που εξαρτώνται άμεσα και συνθέτουν, εν τέλει, το προϊόν «Ελληνική Φιλοξενία». Γιατί μαζί με τον τουρισμό, καταρρέει και ο πολιτισμός, η ιστορία μας, ο πρωτογενής μας τομέας, η βιομηχανία μας, η κατ' ουσίαν εκπαίδευση κ.λπ.

Τι μένει; Ένα ελληνικό τραπεζικό σύστημα που θα κληθεί να καθαρίσει τα «άπλυτα» των τουριστικών επιχειρήσεων, κυρίως των ξενοδοχείων, που από λεκέδες που είχαν πριν την κρίση, τώρα έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Κάποιοι φταίνε. Οι περισσότεροι είναι θύματα μιας πολιτικής αφελληνισμού των επιχειρήσεων στον βωμό του γρήγορου κέρδους ή της μείωσης της ζημίας. Και όλα αυτά σε έναν κλάδο που αποδίδει σε βάθος χρόνου και απαιτεί σταθερότητα για να δώσει το αποτέλεσμά του, είτε είναι οικονομικό, είτε είναι συνοχής και ανάδειξης περιοχών και χώρας. Η σταθερότητα, όμως, από δεδομένο, έγινε ζητούμενο.

Η κυβέρνηση σωστά πια προσπαθεί να περισώσει την ελληνική επιχειρηματικότητα, όχι γιατί μας βολεύει, αλλά γιατί σε μια νέα τάξη πραγμάτων, συνεκτικός ιστός θα είναι ο Έλληνας επιχειρηματίας και όχι η εφήμερη ξένη χρηματοδότηση που αποσκοπεί στο γρήγορο και, σχεδόν, ανήθικο κέρδος. Προφανώς και είναι απαραίτητη η εισροή ξένου κεφαλαίου για να πάρει ύψος ή να σταθεροποιηθεί το οικονομικό οικοδόμημα. Ο τρόπος, οι όροι αν θέλετε, και το εύρος, θα καταδείξει αν τελικά επιθυμούμε ακόμη να λεγόμαστε Ελλάδα, αν θα λειτουργήσουμε ως σύγχρονη Ελλάδα και αν η ελληνική φιλοξενία θα γίνει ξανά αυτό που λέει η φράση, Ελληνική Φιλοξενία.
  


Πόσο ελληνικός είναι ο «ελληνικός τουρισμός»;

Θα ξεκινήσω επισημαίνοντας  ότι δεν συμφωνώ με τις διθυραμβικές δηλώσεις περί αύξησης του τουριστικού ρεύματος στη χώρα μας, πρώτον γιατί στερούνται ποιοτικής ανάλυσης και άρα είναι εντελώς αναξιόπιστες, και δεύτερον γιατί δεν διασταυρώνονται επαρκώς, δεν επιμερίζονται και δεν καταλήγουν σε ασφαλή συμπεράσματα για το τελικό οικονομικό όφελος από την τουριστική δραστηριότητα στο σύνολο της χώρας. Πλην της πολύπαθης Αθήνας και μικρών εξαιρέσεων, πληγήκαμε ανεπανόρθωτα. Ο χειμώνας αναμένεται θερμός.

Η εισαγωγή αυτή κρίνεται απαραίτητη αν σκεφτεί κανείς ότι η «κτηνοτροφικής λογικής» καταμέτρηση ταιριάζει μεν απόλυτα στο μοντέλο που έχει υιοθετήσει η χώρα και ασπαστεί η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου, αλλά στερείται οράματος και πλάνου, όπως στερείται και ποιοτικών χαρακτηριστικών που κρίνονται απαραίτητα στη διαμόρφωση πολιτικής. Πού είναι λοιπόν η Ελλάδα σε όλο αυτό και πώς την επαναφέρουμε στο προσκήνιο;

Ας τα πάρουμε με τη σειρά.

1. Το 2015 ήταν χρονιά ρεκόρ σε ότι αφορά τις προσφορές τιμής. Σε πολλές περιπτώσεις το κόστος φιλοξενίας των επισκεπτών μας ήταν υπερδιπλάσιο της τιμής πώλησης. Θυμίζει μεταναστευτικό περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Ήρθαν για την τιμή, όχι για την Ελλάδα.

2. Ακόμη και σήμερα δεν έχει γίνει καταγραφή του αποτυπώματος της τουριστικής οικονομίας στην εθνική.  Πόσοι κλάδου επηρεάστηκαν; Πώς; Τι άλλαξε στον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τον κλάδο; Πόση σημασία δίνεται στην προστιθέμενη αξία του τουρισμού στην εθνική οικονομία; Πώς αλληλεπιδρά ο τουρισμός με τους λοιπούς κλάδους της οικονομίας; Εν συντομία, αν και οφείλουμε να αφήσουμε τις απαντήσεις για τον αναγνώστη, δεν μπορούμε ή δεν έχουμε απαντήσει στα παραπάνω. Πολύ περισσότερο που οι απαντήσεις διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και από περίοδο σε περίοδο.

3. Ο αθάνατος και απόλυτα απαραίτητος πρωτογενής τομέας είναι στο επίκεντρο κάθε συζήτησης για εξαγωγές, αλλά δεν συνδέεται επαρκώς με τον τουρισμό, που είναι η κυρία εξαγωγική μας δραστηριότητα. Αποτέλεσμα είναι να μην παράγουμε ούτε αρκετά, ούτε με πρόγραμμα, ούτε τελικά με τρόπο τέτοιο που να διατηρεί το ισοζύγιο εισαγωγών- εξαγωγών σε υγιές επίπεδο.
Για να το εξηγήσουμε περαιτέρω: Για τουλάχιστον ένα εξάμηνο η χώρα υποδέχεται περίπου δύο φορές τον πληθυσμό της σε επισκέπτες. Για να συντηρήσουμε το μοντέλο φιλοξενίας μας εισάγουμε πρώτες ύλες σε ποσοστό που ξεπερνάει το 50% (δεν έχει καταγραφεί λεπτομερώς) των αναγκών μας. Απαιτείται μια σύνθετη φόρμουλα για να αποδείξει κάποιος ότι το τουριστικό μοντέλο συνεισφέρει στο σύνολο της οικονομίας, χωρίς διαρροές προερχόμενες από εισαγωγές που γίνονται για να εξυπηρετηθούν οι επισκέπτες της χώρας. Μήπως οφείλουμε να αυξήσουμε τα εγχώρια παραγόμενα;

4. Τα πολιτιστικά, πολιτισμικά και αποκλειστικά μας χαρακτηριστικά χάνονται στην ποσοτικοποίηση του τουρισμού μας. Ανεπίτρεπτο! Έπρεπε και πρέπει να συνδεθούν με ένα μοντέλο φιλοξενίας που να είναι στη βάση του ελληνικό. Οφείλουμε να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι με καλλιτέχνες, ιστορικούς, στοχαστές, γιατρούς, αλλά και τη νέα γενιά και να δώσουμε στον κόσμο έναν ελληνικό τουρισμό.

5. Η απασχόληση φεύγει από τα ελληνικά χέρια και πηγαίνει στα φτηνότερα. Μα και η τουριστική εκπαίδευση δεν υποστηρίζεται. Τότε για ποιον δουλεύει αυτό το μοντέλο για το οποίο είμαστε τόσο περήφανοι; Με 30% ανεργία, η χώρα έπρεπε να στραφεί στα μοντέλα απασχόλησης που έχουν παρόν και μέλλον και να αναδείξει τις ευκαιρίες απασχόλησης σε κλάδους που, εν πρώτης, μπορεί να μην μοιάζουν τόσο «σέξι» όσο οι νέες τεχνολογίες, αλλά που, εν τέλει, συντηρούν ένα εξαιρετικό μοντέλο ευημερίας και καταπολεμούν στη ρίζα του το μοντέλο του πλουτισμού. Ο τουρισμός μπορεί να απασχολήσει άμεσα και έμμεσα πάνω από το 25% της παραγωγικής Ελλάδας, τροφοδοτώντας και τροφοδοτούμενος από πλείστους άλλους τομείς της οικονομίας. Ξυλουργοί, τεχνικοί δικτύων, για παράδειγμα, είναι όλοι, εν γνώσει ή εν αγνοία τους, μέρος της τουριστικής αλυσίδας.

6. Τέλος, τα φυσικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας είναι μοναδικά. Χωρίς την ελληνική φύση, δεν υπάρχει ελληνικός τουρισμός. Συνεχίζουμε, πάραυτα, να βγάζουμε τη χώρα μας και να την εγκαταλείπουμε. Διπλό έγκλημα. Αλόγιστη σπατάλη φυσικής ενέργειας, εγκληματική διαχείριση απορριμμάτων, πολεοδομική αναρχία και αρχιτεκτονική ασυδοσία οδηγούν τη χώρα σε ξεγύμνωμα της Ελλάδας από εκείνα τα συνθετικά της που την κάνουν μοναδική, όμορφη και πλούσια, μέσα ή έξω από το ευρώ.

Ο ελληνικός τουρισμός κάποτε λεγόταν φιλοξενία, ήταν δικός μας και είχε εμάς στο κέντρο. Χρέος μας να γυρίσουμε στα πρότυπα της φιλοξενίας και μιας ελληνικής οικονομίας που τη χρειάζεται γιατί είναι ο συνδετικός της κρίκος.

Το άρθρο του κου Αλέξανδρου Αγγελόπουλου δημοσιεύτηκε και στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πηγές :