Σύμφωνα με τα σημαντικότερα
σημεία της ομιλίας του Υπουργού Εργασίας και βουλευτή Κυκλάδων Γιάννη Βρούτση
στην Κ.Ο. του κόμματός του, και σχετικά με τις διαπραγματευσεις με την τρόικα, διαβάζουμε ότι,
Κατανοώ απόλυτα τους
έντονους προβληματισμούς και τη συναισθηματική πίεση όλων των βουλευτών και
όλων των στελεχών της παράταξής μας.
Σε όλους εμάς έτυχε ο
κλήρος των δύσκολων αποφάσεων. Δεν είναι
η πρώτη φορά, εξάλλου .
Πολλές φορές στο
παρελθόν, η παράταξη της ΝΔ ήταν αυτή που κλήθηκε να πάρει τις σημαντικές και
κρίσιμες αποφάσεις για τη χώρα μας.
Πιστεύω ότι, όπως
παλαιότερα έτσι και τώρα, θα αναμετρηθούμε με την ιστορική ευθύνη που μας
αναλογεί και θα φανούμε άξιοι της εθνικής συνείδησης με την οποία πολιτεύτηκε
πάντοτε η ΝΔ.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν
διάχυτοι προβληματισμοί και απορίες για τα εργασιακά θέματα. Είναι απολύτως
κατανοητό και δικαιολογημένο.
Γιατί η σχετική δημόσια
συζήτηση, όλο αυτό το διάστημα, ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη και, σε μεγάλο βαθμό,
προβληματική.
Είναι γνωστό, εξάλλου,
ότι η ψύχραιμη και ρεαλιστική αξιολόγηση των πραγμάτων δεν αποτελεί το «δυνατό»
σημείο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα.
Οι εντυπώσεις, τα θολά
και αμφίσημα επιχειρήματα, οι ιδεολογικές ή κομματικές εμμονές ηγεμονεύουν τη
συζήτηση και υπονομεύουν το πραγματικό ζητούμενο.
Κάπως έτσι συνέβη και με
τα εργασιακά. Υπήρξαν υπερβολές, δαιμονοποίηση, και μπόλικη παραπληροφόρηση.
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα
πράγματα από τη αρχή.
Ερώτημα πρώτο: έπρεπε
και εάν ναι, σε ποιο βαθμό, να υπεισέλθει η κυβέρνηση σε συζήτηση με την τρόικα
για τα θέματα αυτά;
Λογικό ερώτημα που
διατυπώθηκε με ιδιαίτερη έμφαση. Δυστυχώς, όμως υποβλήθηκε με προσχηματικό
τρόπο και από πρόσωπα που ούτε η πρόσφατη πολιτική τους ιστορία ούτε η γνωστική
τους υποδομή το επιτρέπει. Προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από το δάχτυλό τους.
Τα εργασιακά, λοιπόν,
δεν είναι ένα «νέο ζήτημα» που παρουσιάστηκε ξαφνικά στην – κατά τα άλλα
«ήρεμη» – ζωή μας τον τελευταίο μήνα.
Τόσο στο 1ο όσο και στο
2ο Μνημόνιο είχαν τεθεί με εμφατικό τρόπο όλα τα θέματα.
Για κάποια από αυτά τα
θέματα υπήρχε ρητή και σαφής διατύπωση, για κάποια άλλα κεκαλυμμένες και
γενικόλογες αναφορές που επέτρεπαν, όμως, στην τρόικα να έρχεται και να
επανέρχεται με περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων της.
Στο πλαίσιο αυτό, τα
περισσότερα από τα εργασιακά θέματα που συζητήθηκαν από το καλοκαίρι και μετά
με την τρόικα αποτελούν «ουρές» - επαναλαμβάνω «ουρές» - προηγούμενων
δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η χώρα.
Η βασική μας αρχή όταν
καθίσαμε στο τραπέζι του διαλόγου ήταν ότι πρέπει πρώτα να περιμένουμε να
αφομοιώσει η αγορά εργασίας τις πολλές αλλαγές που είχαν προηγηθεί (μειώσεις
μισθών, επιχειρησιακές συμβάσεις, αλλαγές στο σύστημα συλλογικών
διαπραγματεύσεων, μειώσεις χρόνου προειδοποίησης απολύσεων, κ.λπ.).
Και μετά να δούμε με
ψυχραιμία και κοινωνική συνεννόηση, μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, εάν και
ποιες αλλαγές χρειάζονται επιπλέον.
Το δεύτερο ερώτημα: τι
κερδίσαμε, τι χάσαμε σε αυτή τη διαπραγμάτευση;
Η οποία διαπραγμάτευση,
να διευκρινίσω, συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο και αυτή την ύστατη στιγμή, με
την τελική επεξεργασία και διατύπωση των διατάξεων.
Τολμώ να πω ότι αλλάξαμε
και βελτιώσαμε, πέρα από κάθε προσδοκία, πολλές από τις αρχικές θέσεις της
τρόικα. Θέσεις που διατυπώθηκαν στο πρώτο σχέδιο προαπαιτούμενων δράσεων για
την εξασφάλιση της δόσης:
1.Εξασφαλίσαμε ότι δεν
θα μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός. Στο νέο μνημόνιο και τις διατάξεις που
θα φέρουμε για ψήφιση στη Βουλή αναφέρεται καθαρά, ότι ο κατώτατος μισθός θα
παραμείνει σταθερός σε όλη τη διάρκεια του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Μα, θα μου πείτε, μπορεί
να θεωρηθεί αυτό κατάκτηση;
Ναι, είναι κατάκτηση
γιατί υπήρχαν πιέσεις από πολλές πλευρές να μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος
μισθός. Φανερές και αφανείς. Σκεφτείτε με ρεαλισμό και μη στέκεστε μόνο στη
δημόσια ρητορική διαφόρων κύκλων.
2.Διασώσαμε – για την
ακρίβεια επαναφέραμε - τις ωριμάνσεις
(τριετίες) για αυτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Όπως ανέφερα
προηγουμένως, αυτό περιλαμβάνονταν στα προαπαιτούμενα και μάλιστα του
προηγούμενου Μνημονίου, δηλαδή του ν.4046/2012 που νομοθετήθηκε το Φεβρουάριο.
Καταληκτικά, και αυτό
θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα, καταστήσαμε στην τρόικα σαφές – και έγινε αποδεκτό
– ότι: Για ό,τι θα μιλάμε στη διαπραγμάτευση και για ό,τι θα συμφωνηθεί θα έχει
βάση το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και όχι κάποιες συγκεκριμένες χώρες όπως ήταν η
διατύπωση του προηγούμενου μνημονίου.
Έτσι, το νέο μνημόνιο
συνεργασίας αναφέρει αυτολεξεί: «…Οι
μεταρρυθμίσεις στην εργατική νομοθεσία θα υλοποιηθούν ακολουθώντας τον κανόνα
της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και με σεβασμό στις Ευρωπαϊκές
οδηγίες και τα βασικά εργατικά δικαιώματα…»