Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή» σχετικά με το ντοκιμαντέρ της Λίας
Μπίζνερ που «φωτίζει» τη ζωή και τα αμπέλια της Σαντορίνης και που
κινηματογραφήθηκε πριν απο τρία χρόνια στην Σαντορίνη, η εφημερίδα αναφέρει πως
...
Η Σαντορίνη των
αμπέλων και του οίνου, έναν άγνωστο στους περισσότερους από εμάς τόπο, που
επιβιώνει στη σκιά του τουριστικού νησιού, είναι το αντικείμενο του βραβευμένου
ντοκιμαντέρ «Η βάρδια του Πελεκάνου».
Στο ντοκιμαντέρ ο θεατής δεν θα δει την
Καλντέρα ούτε άλλη από τις χαρακτηριστικές τοποθεσίες του δημοφιλούς νησιού, θα
ακούσει όμως ντοπιολαλιές, θα δει τον ζευγά να οργώνει με το μουλάρι του και
τον βαρελά να προετοιμάζεται για τη νέα σοδειά κρασιού. Ο φακός της
Ελληνοδανέζας σκηνοθέτιδος Λίας Μπίνζερ ακολούθησε για πάνω από δύο χρόνια δύο
Σαντορινιούς αμπελουργούς, τον 52χρονο Νίκο Πελεκάνο και τον 83χρονο Χρήστο
Δαλμηρά, και έναν διακεκριμένο οινοποιό, τον 63χρονο Πάρι Σιγάλα, στη διάρκεια
του ετήσιου κύκλου εργασιών τους.
Ο αμπελώνας της
Σαντορίνης, με κάποιες χιλιετίες ζωής, διαφοροποιείται σημαντικά λόγω των
εδαφοκλιματολογικών συνθηκών του νησιού. «Τα δικά μας αμπέλια έχουν τη μορφή
είτε μεγάλης κουλούρας, που θυμίζουν στεφάνι, είτε φυτρώνουν ως μικρά
κουλουράκια, που πολλοί για να τα ξεχωρίσουν τα ονομάζουν “σκουλαρίκια”», μας
εξηγεί ο κεντρικός ήρωας, κ. Νίκος Πελεκάνος, τρίτη γενιά αμπελουργός.
«Τρυγάμε
τον Αύγουστο και κατόπιν κάνουμε το περίφημο “κουτσομύτισμα” ή “πάστρεμα”, όπου
καθαρίζουμε τις ρίζες από τους λαίμαργους βλαστούς και τις μεγάλες βέργες,
έπειτα από τον Νοέμβρη ξεκινάμε το κλάδεμα, αλλά και το όργωμα με ζώα, όπως και
το “ξελάκισμα”», περιγράφει το επίπονο κύκλο των εργασιών.
Ο κ. Πελεκάνος, εν
αντιθέσει με την πλειονότητα των συναδέλφων του, είναι κατ’ επάγγελμα αγρότης.
«Εχω πάθος για τη δουλειά μου», ομολογεί, «νιώθω συχνά ότι βγαίνω από τα όρια,
ότι υπερβάλλω εαυτόν».
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο 53χρονος αμπελουργός
καλείται να «αποκαλύψει» μυστικά της δουλειάς του σε ξένους. «Ερχονται νέοι
άνθρωποι, κυρίως γυναίκες, και με ρωτούν τι και πώς», λέει ο κ. Πελεκάνος,
«θέλουν να φυτέψουν δικά τους αμπέλια, άλλοτε έρχονται και με χαζεύουν ξένοι
επισκέπτες, κυρίως από χώρες με αμπελοτόπια, όπως η Γαλλία». Η διαδικασία ήταν
«παιδευτική» και για την ίδια την κ. Μπίνζερ, «έμαθα να κλαδεύω, αλλά
εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι ευκολότερο να φιλμάρεις!».
Κατά τη
σκηνοθέτιδα, οι πρωταγωνιστές έχουν διαφορετική προσέγγιση και φλέγμα, ο
Πελεκάνος είναι σύγχρονος επαγγελματίας, ο Δαλμηράς εκπροσωπεί την παλιά γενιά
αμπελουργών με παραδοσιακές μεθόδους στο αμπέλι, ενώ ο Σιγάλας με το προσωπικό,
επαγγελματικό του στίγμα ισορροπεί τις δύο τάσεις. Εχουν, όμως, κοινούς «εχθρούς»
και «συμμάχους». «Ολοι έχουν αναπτύξει μια υπαρξιακή σχέση με τη δουλειά τους,
ενώ σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά τους παίζει και το θείο», σημειώνει η κ.
Μπίνζερ. «Ο Θεός είναι πανταχού παρών, είτε για να τον πιστέψεις είτε για να
τον αμφισβητήσεις, ευθύνεται για τον καιρό και για άλλα παράδοξα». «Ερχονται
αντιμέτωποι με αντιξοότητες, που δεν οφείλονται μόνο στην οικονομική συγκυρία,
αλλά και σε πιέσεις από τον μικρόκοσμό τους», επισημαίνει η κ. Μπίνζερ, που
έχει ζήσει στη Σαντορίνη.
«Η ταινία θίγει πολλά προβλήματα, αλλά δεν
καταγγέλλει», καταλήγει η σκηνοθέτις, «ο Πελεκάνος δηλώνει την αντίθεσή του
στον ερασιτεχνισμό πολλών αμπελουργών, που έχουν το αμπέλι ως πάρεργο, ο
Δαλμηράς αντιμάχεται με χιούμορ τους εμπόρους, τους πολιτικούς, τον ίδιο τον Θεό,
ενώ ο Σιγάλας, αν και πιο εσωτερικός χαρακτήρας, ενίσταται για την ανάγκη
ύπαρξης σχεδίου για την διάσωση των παραδοσιακών αμπελιών». Ο κίνδυνος του
σταδιακού αφανισμού του αρχαίου και αυτόφυτου αμπελώνα στον βωμό της
τουριστικής ανάπτυξης αποτελεί τον εφιάλτη των τριών επαγγελματιών. Δύο κόσμοι
διαφορετικοί και συχνά αντίθετοι συνυπάρχουν στο νησί με έναν παράδοξο τρόπο,
«σαν τον θρήσκο που του αρέσει η αμαρτία».
Διακρίσεις
Το ντοκιμαντέρ
βραβεύτηκε εσχάτως με το πρώτο βραβείο στο 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Οίνου και
Αμπέλου στο Καρκασόν της Γαλλίας (συμπαραγωγός είναι ο Νίκος Μάνεσης,
οινοκριτικός διεθνούς φήμης, τη μουσική έχει γράψει η Λάουρα Γκίνη, ενώ τα
τραγούδια σε στίχους Λένας Κιτσοπούλου τραγουδά η Ειρήνη Τσιρακίδου).
Και αυτή
δεν είναι η πρώτη διάκριση. Η ταινία έχει μεταξύ άλλων λάβει εύφημη μνεία στο
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βραβείο σε Φεστιβάλ της Σλοβακίας, έπαιξε ως εναρκτήρια
ταινία στο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών του Λος Αντζελες και επελέγη από το
Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης.
Ωστόσο, αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα στη
διανομή, ειδικά στην Ελλάδα.
Προς το παρόν, έχει προβληθεί άπαξ στη Σαντορίνη,
όπου ενδέχεται να προβληθεί εκ νέου σε σχολεία. «Μετά την προβολή με πλησίασε
ένας Σαντορινιός εστιάτορας και μου είπε: τόσα χρόνια ανοίγω μπουκάλια και
αγνοούσα πόση πολλή δουλειά απαιτεί η παραγωγή κρασιού» διηγείται ο κ. Μάνεσης
από την Ελβετία.